προτασσομένη

προτασσομένη
προτάσσω
place
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
προτάσσω
place
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… …   Dictionary of Greek

  • κυρ — ο (Μ κῡρ) (ως τιμητική προσαγόρευση προτασσόμενη βαπτιστικού ονόματος ή ουσ. το οποίο δηλώνει αξίωμα ή επάγγελμα) κύριε (α. «κυρ Γιώργο» β. «κυρ δάσκαλε» γ. «κῡρ Βασίλειε», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρι (κλητ. τού κύρις), με σίγηση τού ληκτικού ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”